- εκμαιεύω
- μετ.1) принимать роды; 2) добиться (признания, согласия); 3) разузнать, выведать (тайну, правду)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκμαιεύω — εκμαιεύω, εκμαίευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκμαιεύω — 1. ξεγεννώ επίτοκο 2. με πλάγια μέσα αποσπώ ομολογία ή συγκατάθεση … Dictionary of Greek
εκμαιεύω — εκμαίεψα, εκμαιεύτηκα, μτβ., κατορθώνω με πλάγια μέσα να αποσπάσω μυστικό, ομολογία, υπόσχεση κτλ.: Οι αστυνομικοί εκμαιεύουν την αλήθεια από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek